στλεγγίζω

στλεγγίζω
Α [στλεγγίς]
ξύνω, καθαρίζω με στλεγγίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] …   Dictionary of Greek

  • στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* …   Dictionary of Greek

  • στλέγγιστρον — και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α στλεγγίδα, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ τρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”